οικοσύστημα

οικοσύστημα
το
οικολ. θεμελιώδης έννοια τής σύγχρονης οικολογίας, με την οποία υποδηλώνεται μία φυσική ενότητα που αποτελείται από διάφορα είδη οργανισμών τα οποία βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους καθώς και με όλους τους φυσικούς παράγοντες σε μία συγκεκριμένη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ecosysteme (< οίκος + σύστημα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βιοκοινωνία — Όρος της οικολογίας που αναφέρεται στο σύ νολο των πληθυσμών των οργανισμών που ζουν σε έναν βιότοπο και στο σύνολο των σχέσεων που οι οργανισμοί αυτοί αποκτούν μεταξύ τους. Σε επίπεδο βιολογικής οργάνωσης, η β. αποτελεί μια ευρύτερη έννοια από… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • υδάτινος — η, ο / ὑδάτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» υδρόχρωμα, νερομπογιά) 2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή… …   Dictionary of Greek

  • απολιθωμένα δάση — Ο όρος αναφέρεται στο οικοσύστημα του παρελθόντος που κάτω από ευνοϊκές συνθήκες απολιθώθηκε, πέτρωσε. Τα α.δ. διεθνώς θεωρούνται ανεπανάληπτα γεωλογικά μνημεία τεράστιας επιστημονικής αξίας, λόγω του μεγάλου πλούτου απολιθωμένης χλωρίδας που… …   Dictionary of Greek

  • Λίμπιγκ, Γιούστους φον- — (Justus von Liebig, Ντάρμστατ 1803 – Μόναχο 1873). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Ήταν γιος εμπόρου χημικών προϊόντων και έδειξε από νεαρή ηλικία ενδιαφέρον για χημικά πειράματα. Το 1820 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Βόνης και το 1821… …   Dictionary of Greek

  • βιογεωκοινότητα — η το οικοσύστημα, το σύστημα ζωντανών οργανισμών και αβιοτικών στοιχείων που συνδέονται μεταξύ τους με ανταλλαγή ύλης και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”